κόμις

κόμις
(-ιτος) ο , κόμισσα η см. κόμης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κόμις" в других словарях:

  • κόμις — κόμις, ιτος, ὁ (Μ) βλ. κόμης …   Dictionary of Greek

  • ειδικός — ή, ό (AM εἰδικός, ή, όν) [είδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος») 2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο») νεοελλ. (αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός αυτός που έχει αποκτήσει… …   Dictionary of Greek

  • κόμης — Τίτλος ευγενείας, ανάμεσα στον βαρόνο και στον μαρκήσιο, τον οποίο φέρουν οι κληρονόμοι των παλιών τιτλούχων. Σε πολλές χώρες τείνει να καταργηθεί, αλλά διατηρείται ακόμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα, μάλιστα, απονέμεται σε πρόσωπα της υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • πριβάτος — και πριουᾱτος και πρέβετος, ὁ, Μ 1. ιδιωτικός, προσωπικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πριβᾱτα και πριουᾱτα χρήματα και κτήματα τα οποία ανήκαν ιδίως στον βασιλιά 3. φρ. «πριβάτων κόμης [ή κόμις]» (στο Βυζάντιο) αυτός που είχε ως καθήκον τη… …   Dictionary of Greek

  • υποκόμης — και λόγιος τ. υποκόμις, ιτος, ο, θηλ. υποκόμησσα και υποκόμισσα, Ν ευρωπαϊκός τίτλος ευγενείας, ο αμέσως κατώτερος από τον τίτλο τού κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κόμης / κόμις. Ο τ. ὑποκόμης μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης… …   Dictionary of Greek

  • Χουάν Μανουέλ, δον- — (Juan Manuel). Ισπανός συγγραφέας, που έζησε μεταξύ του 1282 και του 1348. Στα έργα του συνεχίζει τη διδακτική παράδοση, που είχε εγκαινιάσει ο θείος του Αλφόνσος 10ος, και συγχρόνως καθιέρωσε στην Ιβηρική Χερσόνησο και τη διηγηματογραφία με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»